κόλλαβος

κόλλαβος
ο (Α κόλλαβος)
κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων
αρχ.
είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης γλώσσας, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος (πρβλ. κάννα-βος, κίκκα-βος). Η λ. με την αρχική σημ. («είδος ψωμιού») συνδέεται με τις λ. κόλλιξ και κολλύροι, ενώ η μτγν. σημ. «κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου» προήλθε πιθ. από σύγχυση με τη λ. κόλλοψ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόλλαβος — cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβοις — κόλλαβος cake masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβου — κόλλαβος cake masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβους — κόλλαβος cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβων — κόλλαβος cake masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάβῳ — κόλλαβος cake masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαβοι — κόλλαβος cake masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαβον — κόλλαβος cake masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • колоб — шар, колобок, моток, круглый хлеб , арханг., вологодск., нижегор., псковск., тверск.; колобуха галушка, увалень , сюда же колобан толстая лепешка , тверск. околобеть сжаться , сколобить сжать комом , укр. колобок. Надежные сопоставления… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Колобок — в Донецком парке кованых фигур Вселенная сказка «Колобок» …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”